τρομῶδες

τρομῶδες
τρομώδης
trembling
masc/fem voc sg
τρομώδης
trembling
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραλήρημα — (Ιατρ.). Κατάσταση κατά την οποία ένας ψυχικά ασθενής αναπτύσσει ιδέες που βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ύστερα από ένα αρχικό λάθος στην αντίληψη των πραγμάτων ή στην κρίση επί των γεγονότων. Η διατήρηση των παραληρητικών σκέψεων …   Dictionary of Greek

  • τρομώδης — ες / τρομώδης, ῶδες, ΝΑ [τρόμος] αυτός που εμφανίζει ταχεία παλμική κίνηση, τρεμουλιαστός (α. «τρομώδης φωνή» β. «τρομώδεες... χεῑρες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τρομώδες μουσ. όρος που παλαιότερα ήταν σε χρήση ως συνώνυμο τού… …   Dictionary of Greek

  • αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… …   Dictionary of Greek

  • ζωοψία — η ιατρ. οπτικές ψευδαισθήσεις ζώων που παρατηρούνται σε διάφορες τοξικομανίες και στο τρομώδες παραλήρημα τών αλκοολικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoopsia < zo (πρβλ. ζω(ο) [ΙΙ]*) + opsia (πρβλ. οψία)] …   Dictionary of Greek

  • τρέμολο — το, Ν 1. εκτέλεση μουσικού φθόγγου με ταχύτατη επανάληψή του στην ίδια χορδή, αλλ. τρομώδες 2. τρέμουλο, τρεμούλιασμα, τρεμούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tremolo «τρεμουλιαστό» (< λατ. tremulus «τρέμω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”